τοξεύειν

τοξεύειν
τοξεύω
shoot with the bow
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τοξεύω — ΝΜΑ [τόξον] 1. ρίχνω με το τόξο 2. συνεκδ. χτυπώ, τραυματίζω κάποιον με βέλος («τοξεύειν ἔλαφον», Αριστοτ.) 3. (γενικά) εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύω (α. «τοξεύειν ὕμνους», Πίνδ. β. «ταῡτα νοῡς ἐτόξευσεν μάτην», Ευρ.) αρχ. 1. βάλλω εναντίον… …   Dictionary of Greek

  • стрелять — яю, укр. стрiляти, др. русск. стрѣляти, русск. цслав., сербск. цслав. стрѣлɪати τοξεύειν, болг. стреля, сербохорв. стриjѐљати, стри̏jеља̑м, словен. strẹljati, strẹliti, чеш. střeliti, слвц. strеlit᾽, striеlаt᾽, польск. strzelac, strzelic, в.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ιππεύω — (ΑΜ ἱππεύω) [ιππεύς] ανεβαίνω σε άλογο, είμαι έφιππος, καβαλικεύω νεοελλ. 1. κάνω ιππασία, πηγαίνω καβάλα 2. κάθομαι κάπου ιππαστί, καβαλικευτά αρχ. 1. είμαι ιππέας, έφιππος («ἱππεύειν καὶ τοξεύειν καὶ ἀληθίζεσθαι», Ηρόδ.) 2. (για λαούς) έχω τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”